- προσμισθώ
- -όω, Α [μισθῶ]1. εκμισθώνω κάτι2. (σχετικά με κεφάλαια) τοκίζω3. μέσ. προσμισθοῡμαι, -όομαιπροσλαμβάνω κάποιον ακόμη ως μισθωτό («καὶ αὐτὸς ἐπικούρους τινὰς προσεμισθώσατο», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.